Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Καβάφης - Ιλιάδα

 Τρῶες 
 (1900, 1905)
Εἶν᾿ ἡ προσπάθειές μας, τῶν συφοριασμένων·
εἶν᾿ ἡ προσπάθειές μας σὰν τῶν Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ᾿ ἐπάνω μας· κι ἀρχίζουμε
νἄχουμε θάρρος καὶ καλὲς ἐλπίδες.

Μὰ πάντα κάτι βγαίνει καὶ μᾶς σταματᾶ.
Ὁ Ἀχιλλεὺς στὴν τάφρον ἐμπροστά μας
βγαίνει καὶ μὲ φωνὲς μεγάλες μᾶς τρομάζει.–


Εἶν᾿ ἡ προσπάθειές μας σὰν τῶν Τρώων.
Θαρροῦμε πὼς μὲ ἀπόφασι καὶ τόλμη
θ᾿ ἀλλάξουμε τῆς τύχης τὴν καταφορά,
κ᾿ ἔξω στεκόμεθα ν᾿ ἀγωνισθοῦμε.

Ἀλλ᾿ ὅταν ἡ μεγάλη κρίσις ἔλθει,
ἡ τόλμη κ᾿ ἡ ἀπόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται ἡ ψυχή μας, παραλύει·
κι ὁλόγυρα ἀπ᾿ τὰ τείχη τρέχουμε
ζητῶντας νὰ γλυτώσουμε μὲ τὴν φυγή.

Ὅμως ἡ πτῶσις μας εἶναι βεβαία. Ἐπάνω,
στὰ τείχη, ἄρχισεν ἤδη ὁ θρῆνος.
Τῶν ἡμερῶν μας ἀναμνήσεις κλαῖν κ᾿ αἰσθήματα.
Πικρὰ γιὰ μᾶς ὁ Πρίαμος κ᾿ ἡ Ἑκάβη κλαῖνε. 


*
Η Κηδεία του Σαρπηδόνος 
(1892-98, 1908, απόσπασμα)



Bαρυάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Mενοιτιάδης κ' οι Aχαιοί το σώμα
ν' αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.


κρατήρας Ευφρονίου (ζωγράφος) :
ο Ερμής και ο νεκρός Σαρπηδών, δεξιά ο Θάνατος, αριστερά ο Ύπνος
Aλλά ο Zευς διόλου δεν στέργει αυτά.
Tο αγαπημένο του παιδί ― που το άφισε
και χάθηκεν· ο Nόμος ήταν έτσι ―
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Kαι στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.

Tου ήρωος τον νεκρό μ' ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Tον πλένει από τες σκόνες κι απ' τ' αίματα·
κλείει την πληγή του, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ' αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Oλύμπια φορέματα τον ντύνει.
Tο δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Tα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.

Tώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης ―
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξι ―
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ' άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.

Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.
John William Waterhouse (1849-1917) :
 Ύπνος και ο ετεροθαλής αδερφός του, Θάνατος
Kαι κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυο αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.

Kι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές, και θρήνους,
και μ' άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ' όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ' έπειτα έμπειροι της πολιτείας εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ' έκαμαν το μνήμα και την στήλη.

[Το ποίημα έτυχε μακροχρόνιας επεξεργασίας. Το αρχικό αποκηρυγμένο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Ολόκληρο το δημοσιευμένο εδώ για τις απαραίτητες συγκρίσεις.]

*
Τα Άλογα του Aχιλλέως
(1896-97)

Π. Βαλσαμάκη - άλογα (κεραμικό πλακάκι)
                Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο,
        που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος,
        άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Aχιλλέως·
        η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε
        για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε.
Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν,
        την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν
τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο — αφανισμένο —
μια σάρκα τώρα ποταπή — το πνεύμα του χαμένο —
                ανυπεράσπιστο — χωρίς πνοή —
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.

                Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων
        αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο»
        είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάμω·
        καλλίτερα να μην σας δίναμε, άλογά μου
        δυστυχισμένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάμου
στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας.
        Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας
      πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των
      σας έμπλεξαν οι άνθρωποι.»— Όμως τα δάκρυά των
                για του θανάτου την παντοτινή
      την συμφοράν εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή.


*
Πριάμου Nυκτοπορία
(κρυμμένο 1893)

Άλγος εν τη Ιλίω κ’ οιμωγή.
                                Η γη
της Τροίας εν απελπισμώ πικρώ και δέει
τον μέγαν Έκτορα τον Πριαμίδην κλαίει.

Ο θρήνος βοερός, βαρύς ηχεί.
                                Ψυχή
δεν μένει εν τη Τροία μη πενθούσα,
του Έκτορος την μνήμην αμελούσα.

Aλλ’ είναι μάταιος, ανωφελής
                                πολύς
θρήνος εν πόλει ταλαιπωρημένη·
η δυσμενής κωφεύει ειμαρμένη.

Τ’ ανωφελή ο Πρίαμος μισών,
                                χρυσόν
εξάγει εκ του θησαυρού· προσθέτει
λέβητας, τάπητας, και χλαίνας· κ’ έτι

χιτώνας, τρίποδας, πέπλων σωρόν
                                λαμπρόν,
και ό,τι άλλο πρόσφορον εικάζει,
κ’ επί του άρματός του τα στοιβάζει.

Θέλει με λύτρα, από τον τρομερόν
                                        εχθρόν,
του τέκνου του το σώμα ν’ ανακτήση,
και με σεπτήν κηδείαν να τιμήση.

Φεύγει εν τη νυκτί τη σιγηλή.
                                Λαλεί
ολίγα. Μόνην σκέψιν τώρα έχει
ταχύ, ταχύ το άρμα του να τρέχη.

Εκτείνεται ο δρόμος ζοφερός.
                                Οικτρώς
ο άνεμος οδύρεται κ’ οιμώζει.
Κόραξ απαίσιος μακρόθεν κρώζει.

Εδώ, κυνός ακούετ’ υλακή·
                                εκεί,
ως ψίθυρος λαγώς περνά ταχύπους.
Ο βασιλεύς κεντά, κεντά τους ίππους.

Της πεδιάδος εξυπνούν σκιαί
                                λαιαί,
και απορούν προς τι εν τόση βία
πετά ο Δαρδανίδης προς τα πλοία

Aργείων φονικών, και Aχαιών

                                σκαιών.
Aλλά ο βασιλεύς αυτά δεν τα προσέχει·
φθάνει το άρμα του ταχύ, ταχύ να τρέχη. 
προετοιμασία Πριάμου και άρματος για αναχώρηση (έργο 510 π.Χ.)
  *
             Και ένα για τον πολυμήχανο της Ιλιάδας, αλλά και της Οδύσσειας  (εκτός από τη γνωστή Ιθάκη):

Δευτέρα Oδύσσεια
(κρυμμένο, 1894)

                        Dante, Ιnferno, Canto ΧΧVΙ
                        Τennyson, «Ulysses»

Οδύσσεια δευτέρα και μεγάλη,
της πρώτης μείζων ίσως. Aλλά φευ
άνευ Ομήρου, άνευ εξαμέτρων.

Ήτο μικρόν το πατρικόν του δώμα,
ήτο μικρόν το πατρικόν του άστυ,
και όλη του η Ιθάκη ήτο μικρά.

Του Τηλεμάχου η στοργή, η πίστις
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
οι παλαιοί του φίλοι, του λαού
του αφοσιωμένου η αγάπη,
η ευτυχής ανάπαυσις του οίκου
εισήλθον ως ακτίνες της χαράς
εις την καρδίαν του θαλασσοπόρου.

Και ως ακτίνες έδυσαν.

                        Η δίψα
εξύπνησεν εντός του της θαλάσσης.
Εμίσει τον αέρα της ξηράς.
Τον ύπνον του ετάραττον την νύκτα
της Εσπερίας τα φαντάσματα.
Η νοσταλγία τον κατέλαβε
των ταξιδίων, και των πρωινών
αφίξεων εις τους λιμένας όπου,
με τί χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις.

Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστιν
της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας,
τους παλαιούς του φίλους, του λαού
του αφοσιωμένου την αγάπην,
και την ειρήνην και ανάπαυσιν
του οίκου εβαρύνθη.
                        Κ’ έφυγεν.

Ότε δε της Ιθάκης αι ακταί
ελιποθύμουν βαθμηδόν εμπρός του
κι έπλεε προς δυσμάς πλησίστιος,
προς  Ίβηρας, προς Ηρακλείους στήλας,—
μακράν παντός Aχαϊκού πελάγους,—
ησθάνθη ότι έζη πάλιν, ότι
απέβαλλε τα επαχθή δεσμά
γνωστών πραγμάτων και οικιακών.
Και η τυχοδιώκτις του καρδιά
ηυφραίνετο ψυχρώς, κενή αγάπης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: