Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Ελύτης, Ήλιος ο Πρώτος (1943)

Με αφορμή το ποίημα "Πίνοντας ήλιο κορινθιακό" (IV

το ποίημα με την εφαρμογή wordle
από την ποιητική συλλογή Ήλιος ο Πρώτος του Οδυσσέα Ελύτη μιλήσαμε για τη νεωτερική ποίηση, τον ποιητή Ελύτη (παρουσίαση διαφανειών)... Δείτε ένα αφιέρωμα στον Ελύτη εδώ. Επίσης, μερικά αποσπάσματα από την ίδια συλλογή :

                                                                            V
Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας
Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης.


                                                                            XIV
Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα 
Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας
Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό
Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες.

Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε
Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.
Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθια μας

Ήτανε πιο λευκή

απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας

Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές

Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε.

Το βράδυ ανάψαμε φωτιά

Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:

Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα
Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη
Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας

λέγε μας τη ζωή.

Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ' τα χέρια
Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν

Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε
Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το 'χουμε νιώσει
Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά
Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε

Είμαστε από καλή γενιά.

                                                                            XVIII
Ψηλά μ' έναν πυρσό από στάχυα η λεβεντιά
Προχωρεί μες στα κύματα και τραγουδάει:

Ω παιδιά που με νιώθετε - πατριωτάκια του ήλιου

Με βέργες και παράξενα πουλιά στα χέρια

Με χλοερές καρδιές και μάτια καθαρά

Που ακούτε από τις παραλίες την ανατολή να βουίζει

Ζεσταίνοντας στην αγκαλιά σας ένα φως απέραντο

Από την άκρη τ' ουρανού ως το βάθος της καρδιάς

Με πείσμα πορφυρό - πατριωτάκια του ήλιου

Που λέτε: ο μόνος δρόμος είναι η ανατολή!

Της ελιάς και της συκιάς και του κυπαρισσιού

Των αμπελιών των ξεροπόταμων και των μεγάλων τρούλων

Η γη ακουμπάει από τη μια μεριά στην όχθη των ονείρων σας

Ακούστε με είμαι από τους δικούς σας δώστε μου ένα χέρι

Που ν' αγαπάει μεμιάς να κόβει τα ολόκληρα όνειρα

Να κολυμπάει ελεύθερα στα νιάτα των νεφών.

Η γη μιλάει κι ακούγεται απ' το ρίγος των ματιών.

*
ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ

Ι
ΚΟΚΚΙΝΟ
Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα 

 Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας

Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς

II
ΠΡΑΣΙΝΟ

Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά 
Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου 
Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα

Κορίτσι μου έχω στην καρδιά μια χλόη ανέγγιχτη 
Και μια βροχή νιογέννητο τριφύλλι

Χόρτο στρωτό κρεβάτι

Σπίνου αυτί μελιού αλοιφή ανάσας καλωσόρισμα

 Θα μπω απ' την πόρτα που ένα φύλλο σκέτο υπερασπίζεται

III
ΚΙΤΡΙΝΟ

Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές

Φωνές και χρώματα ηχερά

Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε...

Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ' τις καμπάνες ο άνεμος

Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν!

Βοσκάει με τρελοκαμπανάκια...

Καίνε σανό λιώνουν φλουριά θυμιάζουνε με ανθόσκονη 
Κρόκων τα στέρνα της στεριάς τόσο που τρέμει πια 
Μαίνεται από καναρινιές ριπές ο αιθέρας κι όλο αστράφτει 
Βράζει με θειάφι στο γιαλό με καλαμιές στον κάμπο...

Κορίτσια πως να μαντευτεί απ' τα μάτια σας το φως!


IV
Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ 
Στον Αντρέα Καμπά

Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου

Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει

Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!

Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει


V
ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ

Εύκολα που περνώ απ' τα μάτια σου στον ουρανό 
απ' το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας 

Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει.

Ό,τι κρατάω με την αφή με θρέφει

Δεν πίνουν από την πηγή σου από την πηγή που λεν ελευτεριά.


VI
ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ

Τώρα καθώς πατάω μες στις πλαγιές 
Στα κουκουνάρια που φυσώντας έστρωσεν 
Άνεμος γητευτής με χείλια βαθυγάλαζα 
Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς 
Κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο

Και βλέπω ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νερά 
Φύκια μελαχρινά στου φλοίσβου το νανούρισμα 
Κανάτια υπομονετικά στου Αιγαίου τα παραθύρια.

Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλί 
Να πίνεται απ' το αίνιγμα της αγκαλιάς σου 
Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή 
Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων.


VII
ΜΕΝΕΞΕΛΙ

Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός

Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του

Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα.

Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάρια 
Πέρα στο σέλας των πλωτών βουνών 
Κι από το αχ του αμπελουργού τρομάζουνε τα σύννεφα...


Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της:

Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων

Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από ίσκιους τ' ουρανού

Λάμπει ψηλά ολομόναχο το ανεμαλώνι

Μολόχες ντύνονται και παν στους τάφους για κεριά

Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον εσπερινό 
Ήρεμη στέγη με την καμινάδα της 
Μια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης!

το ποίημα με την εφαρμογή  
tagxedo

Δεν υπάρχουν σχόλια: