Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Άλωση

Φτάσαμε στο κεφάλαιο της (δεύτερης) Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς στο μάθημα της ιστορίας της Β΄γυμνασίου. Ένα ανεπαρκές και απαράδεκτο σε πολλά σημεία σχολικό βιβλίο συμπληρώθηκε από μια πλούσια παρουσίαση των συγκινητικών γεγονότων, όπως πρέπει να τα γνωρίζει κάποιος που τελειώνει την υποχρεωτική εκπαίδευση στο ελληνικό σχολείο...
ανδριάντας του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου
στην πλατεία Μητροπόλεως (Αθήνα). Ο ίδιος υπάρχει
 και στο Μυστρά με φόντο την καστροπολιτεία
       Την παραμονή της Άλωσης, Δευτέρα βράδυ 28 Μαΐου του 6961*  οι υπερασπιστές της Πόλης, έχοντας συνειδητοποιήσει το επικείμενο τέλος, είναι συγκεντρωμένοι μαζί με το λαό για προσευχή στην τελευταία λειτουργία στην Πόλη. Ενωτικοί και ανθενωτικοί - δεν έχει σημασία πια να κρατά κανείς κακία στον αυτοκράτορα που είχε παρευρεθεί στην "ενωτική" λειτουργία στις 12 Δεκεμβρίου του 1452. Βοήθεια από τους Δυτικούς δεν έφτασε (πλην μεμονωμένων μαχητών) και ο αυτοκράτορας  "ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τῆς τοῦ θεοῦ λόγου σοφίας ἐλθὼν καὶ προσευξάμενος μετὰ κλαυθμοῦ τὰ ἄχραντα μυστήρια μετέλαβεν. Ὁμοίως καὶ ἕτεροι πολλοὶ τῇ αὐτῇ νυκτὶ ἐποίησαν." Επιστρέφοντας στο παλάτι ζήτησε συγχώρηση και τους χαιρέτησε όλους - ήταν η τελευταία φορά με πολλή συγκίνηση : "Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι. Μετά ανέβηκε στο άλογο και ξεκίνησε για τα τείχη να εμψυχώσει τους στρατιώτες.
       Η μάχη που ξεκίνησε αξημέρωτα 29 Μαΐου τον βρήκε μονώτατον να χάνει τη ζωή του κάποια στιγμή αργά το πρωί από διπλό χτύπημα. Το μεσημέρι η πόλη είχε αλωθεί... Το ακέφαλο σώμα αναγνωρίστηκε από τις βασιλικές περικνημίδες και τάφηκε με τιμές από το Μεχμέτ το Β΄ (Πορθητή) σε άγνωστο μέρος...
* Το έτος υπολογίζεται από κτίσεως κόσμου, κατά το βυζαντινό  υπολογισμό, έτος 1453.
*
      Έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης στη συλλογή "Τα ετεροθαλή" για τον τελευταίο αυτοκράτορα:


ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
(αποσπάσματα, 1969)


Ι
Ἔτσι καθὼς ἐστέκονταν     ὀρθὸς μπροστὰ στὴν Πύλη κι ἄπαρτος μὲς
στὴ λύπη του

Μακριὰ τοῦ κόσμου ποὺ ἡ ψυχή του γύρευε νὰ λογαριάσει στὸ φάρ-
δος Παραδείσου   Καὶ σκληρὸς πιὸ κι ἀπ᾿ τὴν πέτρα ποὺ δὲν τὸν
εἴχανε κοιτάξει τρυφερὰ ποτὲ - κάποτε τὰ στραβὰ δόντια του ἄσπρι-
ζαν παράξενα

Πρόσεχε νὰ προφέρει καθαρὰ τὴ λέξη θάλασσα ἔτσι ποὺ νὰ γυαλί-
σοῦν μέσα της ὅλα τὰ δελφίνια    Κι ἡ ἐρημιὰ πολλὴ ποὺ νὰ χωρᾶ ὁ
Θεός    κι ἡ κάθε μιὰ σταγόνα σταθερὴ στὸν ἥλιο ν᾿ ἀνεβαίνει

Νέος ἀκόμα εἶχε δεῖ στοὺς ὤμους τῶν μεγάλων τὰ χρυσὰ νὰ λάμπουν
καὶ νὰ φεύγουν    Καὶ μιὰ νύχτα    θυμᾶται    σ᾿ ὥρα μεγάλης τρικυ-
μῖας βόγκηξε ὁ λαιμός του πόντου τόσο ποὺ θολώθη    μὰ δὲν ἔστερ-
ξὲ νὰ τοῦ σταθεῖ

Βαρὺς ὁ κόσμος νὰ τὸν ζήσεις ὅμως γιὰ λίγη περηφάνια τὸ ἄξιζε.



II
Θεέ μου καὶ τώρα τι    Πού ῾χε μὲ χίλιους νὰ παλέψει    χώρια μὲ τὴ
μοναξιά του    ποιός    αὐτὸς πού ῾ξερε μ᾿ ἕνα λόγο του νὰ δώσει ὁλά-
κερης τῆς γῆς νὰ ξεδιψάσει    τί

Ποὺ ὅλα του τά ῾χαν πάρει    Καὶ τὰ πέδιλά του τὰ σταυροδετὰ καὶ τὸ
τρικράνι του τὸ μυτερὸ καὶ τὸ τοιχίο ποὺ καβαλοῦσε κάθε ἀπομεσή-
μερο νὰ κρατάει τὰ γκέμια ἐνάντια στὸν καιρὸ σὰν ζόρικο καὶ πηδη-
χτὸ βαρκάκι

Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα    Καὶ μήτ᾿ ἕνας πλάι του    Μονάχα οἱ λέξεις
του οἱ πιστὲς πού ῾σμιγαν ὅλα τους τὰ χρώματα ν᾿ ἀφήσουν μὲς στὸ
χέρι του μιὰ λόγχη ἀπὸ ἄσπρο φῶς

Καὶ ἀντίκρυ    σ᾿ ὅλο τῶν τειχῶν τὸ μάκρος    μυρμηκιὰ οἱ χυμένες
μὲς στὸ γύψο κεφαλὲς ὅσο ἔπαιρνε τὸ μάτι του

«Μεσημέρι ἀπὸ νύχτα - ὅλ᾿ ἡ ζωὴ μία λάμψη!»    φώναξε κι ὅρμησε
μὲς στὸ σωρό    σύρνοντας πίσω του χρυσὴ γραμμὴ ἀτελεύτητη

Καὶ ἀμέσως ἔνιωσε    ξεκινημένη ἀπὸ μακριά    ἡ στερνὴ χλωμάδα
νὰ τὸν κυριεύει.


III
Τώρα    καθὼς τοῦ ἥλιου ἡ φτερωτὴ ὁλοένα γυρνοῦσε καὶ πιὸ γρήγο-
ρα    οἱ αὐλὲς βουτοῦσαν μέσα στὸ χειμώνα κι ἔβγαιναν πάλι κατά-
κόκκινες ἀπ᾿ τὰ γεράνια


Κι οἱ μικροὶ δροσεροὶ τροῦλοι ὅμοια μέδουσες γαλάζιες ἔφταναν κά-
θε φορὰ καὶ πιὸ ψηλὰ στ᾿ ἀσήμια ποὺ τὰ ψιλοδούλευε ὁ ἀγέρας
γι᾿ ἄλλων καιρών    πιὸ μακρινῶν    τὸ εἰκόνισμα



                          Ἐνῶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια του ἄκουγε    στὴ μεγάλη κά-
ταβόθρα νὰ καταποντίζονται    πλῶρες μαύρων καραβιών    τ᾿ ἀρχαῖα
καὶ καπνισμένα ξύλα    ὄθε    μὲ στυλωμένο μάτι ὀρθὲς ἀκόμη Θεό-
μήτορες ἐπιτιμούσανε 


Ἀναποδογυρισμένα στὶς χωματερὲς ἀλόγατα    σωρὸς τὰ χτίσματα
μικρὰ μεγάλα    θρουβαλιασμὸς καὶ σκόνης ἄναμμα μὲς στὸν ἀέρα
Πάντοτε μὲ μιὰ λέξη μὲς στὰ δόντια του    ἄσπαστη    κειτάμενος 


                                                                      Αὐτὸς
                                                        ὁ τελευταῖος Ἕλληνας!

Δεν υπάρχουν σχόλια: